- πεντεκαιδεκάπηχυς
- -υ, Ααυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή ύψος δεκαπέντε πήχεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + πῆχυς (πρβλ. δί-πηχυς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντεκαιδεκαπηχυαίος — αία, ον, Μ ο πεντεκαιδεκάπηχυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκάπηχυς + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek